Την λίμνη του Παραλιμνιού
εννά την παραχρυσώσω
Φκιόρα τζιέ τριαντάφυλλα
Έχω λαμπρό μέσ’ την καρκιάν
τσιάφτει σαν το καμίνι
Τζιή λίμνη του Παραλιμνιού
αν θέλει εν το σβήνει
‘Αλαξεν τζιέ στολίστηκε
τζιέ τα χρυσά έβαλέτα
Τζιέ πήε τζιέ στην εκκλησιά
τζιέ βάστα τζιέ μιάν τσέντα
Τσιό ψάλτης πούταν στα δεξιά
είδεντην τζιέ’ χασέν τα
Τζιαμέ, εθημώθει τσιό παπάς
τσείπεν της έσσω σου να πας
τζιέ μεν’ πα τζιέ ξανάρτεις
Τζιή’ πεν του ήντα φταίω εγιώ
αν εν πελλός ο ψάλτης;
Αρρώστησα μιάν εποχήν
τζιέ στην Ευρώπη κατοχήν
έκαμα τζιέν’ εγιάνα
Τζιήρτασει ούλλοι οι γιατροί
με τ’ αεροπλάνα
Τσιη’ σιάγιανα διότι επειδή
ήρτε τζιέ τζιήνη να με δει
την ώρα που’ νεφάνα
Τραούθκια ξέρω κάμποσα
ένα σατζιή γεμάτον
Τζιάν αρκινέψω να λαλώ
Θα πάω’ στο Σαββάτον
Η μάνα της εν το κακό
τσιάλλος κανένας όι
που να την δω να την τραβούν
οι σιήλλοι που το πόι
Η μάνα της τιμάζειμε
να μέβρει σκοτωμένο
γιατί έκαμα την κόρη της
να θέλει χαρτομένο
Η μάνα της με τίμαζε
τζιέ τζιήνη εβλαστήμα
Μεν τον τιμάζεις ά’μανα
τζιέν όμορφος τζιέν κρίμα
Έχει ένα σπίτι τζιέχει θκιό
τζιέ την μιτσιά βουρώ την
τζιάν δεν με θέλει ο τζιήρης της
έν’ τζιέ παρακαλώ την
Έχει έναν σπίτιν ο Θεός
πέρκημον το χαλάσει
‘Εχει τρεις κόρες τζιή μιτσιά
πασκίζει να με σπάσει
‘Ηντα να κάμω του παπά
που πάει με γινάτι;
Λαλώ του βάρτην κάνονα
τζιέ πάλε τσιηνωνά την
Να πάω να’ βρω έναν παπά
μεγάλο ξωμολόγο
Τζιέ να του πω αρνήθει με
δίχος κανέναν λόγο
Αγάπουν την τζιέ αγάπαν με
τζιέ πάνω μας εβάλαν
τσιά’ ρνήθει με που να’ ρνηθεί
της μάνας της το γάλα
Ήντά’ παθες τσιά’ γκρίστηκες
πέμου την αφορμή σου
οξά μαλλώνει ο τζιήρης σου
κόρη μου τζιή αρφή σου
Ήντά’ παθες τσιά’ γκρίστηκες
μιτά μου τζιέν μερώνεις
κάμνεις το για το πίσμα μου
γιά να με μαραζώνεις;
Τον αγκρισμένο έκαμα
να δω αν μαραζώνει
Τζιέ’ ληψεν η φουντάνα της
τζιέν’
έφτανε η μάνα της
γιά να την πολλιώνει
Στην γειτονιά μου ήντά’ παθες
τζιάν’ γκρίστεις τζιέν’ ερκέσε
πως σου μαλλώνει ο τζιήρης σου
εν σ’αγαπώ χαρκέσε;
Παγκρίστεις έκαμα χαρά
έν’ τζιέ μαράζωσά σε
αγάπησα καλλίτερο, όμορφο, τζιαρκοντότερο
τσιεσέ εξέχασά σε
Μέρωσε να μερώσουμε
τζιέ εγιώ ήντα που σου κάμνω
αγαπημένο μου πουλλί
η άγκρη μου έντζιε πολλή
θκιό-τρείς μέρες κάμνω
Μέρωσε να μερώσουμε
τζιέ φτέξιμο δικό μου
τζιάν’ αγκριστώ άλλην βολλά
να βάλλω μια σφιχτοθηλιά
να σφήξω τον λεμό μου
Είπουν να μέν πάω ποτζιή
είπουν να μεν πατήσω
μα πων η στράτα μου τζιαμέ
πόθεν να πο’ι’ρήσω
Αν πουληθείς τζιάν μ’αρνηθείς
τσιάλλην άν αγαπήσεις
τα μπλέ σου ρούχα πούραψες
στον ‘Αδη να τα λύσεις
Αν πουληθείς τζιάν μ’αρνηθείς
τσιάλλην που μένα πάρεις
Νάψεις φωθκιά μες την αυλήν
σαν το τσιερί να πάρεις
Αν χαρτωθείς τζιέν μου το πεις
τσιάξηππα άν το κούσω
Θα’ ψω φωθκιά μές την αυλήν
σάν το τσιερί να κρούσω
Που την εστεφανώσασει τζιέ’ παιζεν η καμπάνα
είμουν τζιή μές το ιερόν
τζιέ’ κλαια όπως το μορό
πούντο βιζάνει η μάνα
Που τ’άκουσα επέλλανα
επέρναν με στους μάγους
Τζιέ εδίναν με να κρατηθώ
με πέντε κατραμάους
Γράμμα μου σιήσε θάλασσα, βουνά,
τζιέ πέρασε σαν σφαίρα
Πήαινε στην μάνα μου
τζιέ πέ της καλημέρα
Τζιέ πέ της πως την αγαπώ
τζιέ πως την αθυμούμαι
Τζιέ βλέπω την στον ύπνο μου
την νύχτα γιάν τσιμούμαι
Επήεν εις τον μαραγκόν
τζιήπεν του θέλω ένα πουρό
της μόδας που τα νέα
Πουπάνω ώς κάτω καρυθκιάν
τσιούλλο γιαλλιά λαλήτου
Να λάμπει σαν την μηχανήν
πόξω τ’ αυτοκινήτου
Τζιέ εφτής εσηφωνήσασην
τζιέ κάμαν τα κοντράτα
Τσιώραν της ώρας
καρτερά τζιέ τα λεφτά μετράτα
Άν ηξεράνει θάλασσα
τζιέ σπήρουν την σιτάρι
τότε τζιέ σέναν κούκλα μου
άλλος ενά σε πάρει
Της θάλασσας της έταξα
έναν μπουκάλλιν κλάμαν
να φέρει την αγάπην μου
μές τούν την εφτομάδαν
Η θάλασσα έν ήσυχη
τσι’ αέρας την πειράζει
Η μάνα κάμνει το παιδί
τσιό ξένος τ’ αγγαλιάζει
Να πάω νάβρω θάλασσα
να κάτσω στον γυρό της
Τζιέ να της πω παράπονα
να λήψει το νερό της
Θάλασσα μαύρη θάλασσα
που τα ποτάμια πίνεις
Τζιέ που τα παλλικάρια μας
κανένα δεν αφήνεις
Μιά δοξαμένη σιόκουπη
ίσια με δέκα σιέλια
Επήα πάνω τζιέκατσα
Τζιέ που το κλάμα πούκλαψα
εγέμωσα την τέλεια
‘Ερεξες τζιέν μου μίλησες
Μήτε σιερέτησές με
Είσιες φαρμάτζι της κουφής
γιέ μου τζιέ πότισες με
Που ρέσσεις τζιέν με σιερετάς
άσπρο μου περιστέρι
Πόσες αγάπες σ’αγαπώ
ένας Θεός ηξέρει
Που ρέσσεις τζιέν με σιερετάς
με γιάσου με καλόστον
Τ’ άσπρο βλανζί μου μαύρησεν
που μέσα σαν τον κόστον
Πιάσε μασιαίρι μητερό
τζιέ την καρκιά μου σιήσε
τζιέ πρόσεχε μην πληγωθείς
γιατί δαμέσα είσε
Η μάνα σου έν άνωστη
τζιέ σούνι πόθε πήρες
Νάσουν αντίκα πήενες
Δέκα σιηλιάες λίρες
Κερδίζει το λαχείο σου
δέλα σιηλιάες λίρες
Αξίζει σπουδαιότερα
Η γεναίκα σου που πήρες
Αν ηξεράνει θάλασσα
τζιέ τα βουνά βουρκώσει
Τα ψάρκα πάνω στη στεριά
αν δεις τζιέ περπατούσει
Τότε μπορούν τα σιήλει μου
να πουν να σ’αρνηθούσει
Αρρώστησα τζιέ νζιήστηκα
πλευρίτη τζιέ καρκίνο
Τζιήπαν μου να μου φέρουσει γιατρό
Τζιήπα τους έγιανησκω εγιώ
Μόνον την κόρη π’αγαπώ
αν μου την φέρουν να την δω
το γιατρικό μου εν τζιήνο
Μιάν νύχτα δώδεκα πουλιά
είς τόνειρο μου εχώρουν
Τζιέ στο νερό ερκούντασει
επείναν τζιέ λουνούντασει
να πιάσω τζιέν εμπόρουν
Τζιέ πήγα να το ξηγηθώ εις τον ονειροκρήτη
Τζιήπεν μου αφή της με ρωτάς
Έν’ ο σεφτάς τσιό έρωτας
Τζιέ παίζουν σε μαγνήτη
Η μάνα της εν μια παστή
Μια καρακάξα άνοστη
Εν σιήλλα τσιε δακκάνει
Μα εγιώ φιλώ την κόρην της
τζιέ τίποτε έν μου κάμνει
Εθκιάλεξα τζια΄άγαπησα
έναν κοπέλλι ψάλτη
Που ψάλλει μες την εκκλησιά
τζιέν άγγελος τζια’ στράφτει
Εθκιάλεξα τζια΄άγαπησα
έναν κοπέλλι ράφτη
Που κάθετε στην μηχανή
το σιηέρι του τζια΄στράφτει
Εθκιάλεξα τζια΄άγαπησα
εγιώ έναν περβολάρη
Τζιέκαμεν όρκο σοβαρό
Ότι εννά με πάρει
Εθκιάλεξα τζια΄άγαπησα
παιδί του γυμνασίου
Πουν’ έξυπνος στον έρωτα
τζιέ βλάκας του σκολείου
Αγάπησα πεντέξι εφτά
Τζιέν η καρκιά μου μαύρη
Τούτον π’αγάπησα τωρά
την άκρη μου εννά’ βρει
Έν’ τζιε
αγαπώ ένα με θκιό
με δέκα με πενήντα
Θέλω τους ούλους που γυρώ
για να περάσω τον τζιαιρό
τζιάν δεν τους παίρνω ήντα
Εμέναν ο λεβέντης μου
κάθετε στο γραφείο
τζιέν να με κάμει έτσι μιτσιά
που το χωρκό να φύω
Ο τζιήρης μου τζιή μάνα μου
θέλουν να με χαρτώσουν
Τζιέ μιάν κοπέλλα που έθελω
λαλούσιν να μου δώσουν
Τζιέ μάλιστα πατέρα μου εις την διαταγήν σας
Ότι έρτη που το σιηέρι σας
κάμνετε στο παιδί σας
Ποτέ μου έν εξέβηκα εγιώ που την βουλή σας
Με την φωνή του σιέρεται
κάθε πουλλί λαλούσι
Μα όπου αστράφτει φένεται
Τζιάς’ έρτουσι να δούσει
Αναστενάζω κρούζει η γη
ο ουρανός θολώνει
Εν που τα δάκρυα μου εμέ
π’ αγκρίστει τζιέν μερώνει
Αναστενάζω κρούζει η γη
τσακρολωούν οι πέτρες
Τζιέ τρέχουσι τα μάθκια μου
σαν τρέχουν οι χολέτρες
Που τον τζιαιρό π’ αρμάστηκα
δουλέφκω τζιέν εσάστηκα
μα κόμα νάιν κλέφτω
Εν οι μουζούρες που τα τρων
στ’ αγκάλια τους που πέφτω
Απ’ όλο σου το πρόσωπο
τα μάθκια σου μ’ άρέσαν
πούχουσιν τον αυγερινό
την πρασινάδα μέσα
Απ΄αγαπά μιάν γιαλλουρού
τσιάλλον να του την πάρει
πρέπει του με τα σιηέρκα του
το μνήμα του να φκάλει
Περτίτζι μου μιτσόστωμο
που πάς κακαριστώντας
Γύρισε πίσω να με δείς
τζιέρκουμε’
γιώ κλαμόντας
Περτίτζι μου μιτσόστωμο
Που τρως αρκολουβάνα
Που τον τζιαιρό που σ’αγαπώ
Τα γρόνια μου λιάναν
Σάμπου που το κατάλαβα
άμα επολωήθεις
Μπράβο του που το έγραψε
τζιέ σε που τ’ αθημύθεις
Ελένη Σταύρου Παπαδοπούλου
Λευτέρη Στέκκου Οικονόμου
1973
No comments:
Post a Comment
Note: Only a member of this blog may post a comment.